εννεανδρία

εννεανδρία
η
βοτ. η περίπτωση που το άνθος έχει εννέα στήμονες, χωριστούς μεταξύ τους και από τον στύλο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εννεανδρικός — ή, ό βοτ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην εννεανδρία («εννεανδρικό άνθος») …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”